- Τυπάλδος
- Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια αξιώματα, να συμμετέχουν στα συμβούλια των ευγενών και να διακρίνονται στους πολιτικούς αγώνες, στα γράμματα και στις επιστήμες. Οι κλάδοι στους οποίους διαιρέθηκαν οι Τ. είναι οι εξής: Ιακωβάτοι, Πρετεντέρηδες, Γασπαραίοι, Κιάπλια, Στελάτοι, Τζαννάτοι, Παυλήδες, Κοζάκηδες, Μπαζιόττηδες, Αλφονσάτοι, Κωνσταντακάτοι, Φορέστηδες, Χαριτάτοι, Βρετταίοι, Δημητράτοι, Ξυδιά, Σκαφίδα, Μπαστιά, Λασκαράτοι, Μεκουλιάροι, Αλιπιάτοι, Δρακάτοι, Ντοττοράτοι, Καπελλέτοι, Ποβερέτοι και Μπρόντσα. Πολλά από τα παρεπώνυμα των διαφόρων κλάδων των Τ. απέμειναν τα κύρια ή τα μόνα επίθετα. Τα σπουδαιότερα μέλη των άλλων κλάδων είναι: από τον κλάδο των Αλφονσάτων, που κατάγονταν από τον Αλφόνσο, ο πατέρας του οποίου είχε πάρει ως προίκα το φέουδο του Αριάνο. 1. Ιωάννης (18ος – 19ος αι.). Σπούδασε ιατρική στην Ιταλία και τη Γαλλία και εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους γιατρούς της Κωνσταντινούπολης με μεγάλη φήμη και επιρροή ανάμεσα στους οθωμανούς μεγιστάνες της αυλής του σουλτάνου Σελίμ. Το 1804 διορίστηκε πρεσβευτής της Τουρκίας στη Βιέννη και, όταν ο Μ. Σούτσος εξελέγη ηγεμόνας της Βλαχίας, του ανέθεσε το υπουργείο των Εξωτερικών της ηγεμονίας και τον διόρισε ταυτόχρονα καϊμακάμη της Μικρής Βλαχίας με έδρα την Κραϊόβα. Το 1821, επειδή βοήθησε τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και την ελληνική επανάσταση στη Βλαχία, αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αυστρία, από όπου στη συνέχεια πήγε στην Κεφαλονιά. Πέθανε στο Ληξούρι. 2. Ιωάννης. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, προσελήφθη ως ιδιαίτερος γραμματέας του τότε πρωθυπουργού Κωλέττη. Από τη θέση αυτή λέγεται ότι συνέξε την αρνητική απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης στην απειλητική διακοίνωση της Αγγλίας για το περίφημο ζήτημα της αποζημίωσης του Πατσίφικο. Στη διάρκεια της επανάστασης του 1854 στην Ήπειρο ήταν ιδιαίτερος γραμματέας του στρατηγού Τζαβέλλα, τον οποίο ακολούθησε σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις του. Αργότερα ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο και έγινε πρωτοδίκης και κατόπιν πρόεδρος πρωτοδικών Αθηνών. Μετά την έξωση του Όθωνα (1862) παραιτήθηκε και ασχολήθηκε με το δικηγορικό επάγγελμα στο Αργοστόλι. Το 1867 ξαναγύρισε στην Αθήνα, όπου διετέλεσε διαδοχικά αντεισαγγελέας του Aρείου Πάγου, εισαγγελέας νομικός σύμβουλος του υπουργείου των Στρατιωτικών, καθηγητής του στρατιωτικού δικαίου στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων και νομικός σύμβουλος του υπουργείου Δικαιοσύνης. Yπήρξε μέλος πολλών επιστημονικών συλλόγων και έγραψε πολλά νομικά και ιστορικά συγγράμματα. 3. Ιωάννης (1851 – 1908). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και, όταν πήρε το δίπλωμά του, κατατάχθηκε στην υγειονομική υπηρεσία του στρατού. Διετέλεσε διαδοχικά καθηγητής της υγιεινής στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών και ιδιαίτερος γιατρός της βασιλικής οικογένειας. Πήρε μέρος στον Eλληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και κατόπιν τοποθετήθηκε διευθυντής του στρατιωτικού νοσοκομείου της Κέρκυρας. Στα χρόνια που ακολούθησαν αναδείχθηκε σε ανώτατες θέσεις στην υγειονομική υπηρεσία του στρατού και διακρίθηκε για τη μεγάλη επιστημονική του κατάρτιση. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ιατρικής εφημερίδας του στρατού, στην οποία δημοσίευσε πολλές επιστημονικές μελέτες και κλινικές παρατηρήσεις. Το κυριότερο από τα έργα του τιτλοφορείται Θεραπευτική εσωτερικών νοσημάτων. 4. Κωνσταντίνος (1873 – 1945). Αξιωματικός του ναυτικού, πήρε μέρος στον Eλληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στον Mακεδονικό αγώνα. Yπήρξε ένας από τους κυριότερους συνεργάτες του Ζορμπά στην επανάσταση του 1909, αλλά αργότερα διαφώνησε για τα μέτρα που πάρθηκαν στο ναυτικό και μαζί με άλλους στασίασε στον ναύσταθμο. Η στάση εκείνη απέτυχε. Στη διάρκεια του A’ Βαλκανικού πολέμου ήταν κυβερνήτης του αντιτορπιλικού Νίκη και στον B’ Βαλκανικό πόλεμο διοικητής μεικτού ναυτικού αγήματος στη Δυτική Θράκη. Στη συνέχεια διορίστηκε γενικός διοικητής της ελεύθερης Δυτικής Θράκης και αργότερα διοικητής της Σχολής Ναυτικού Πυροβολικού. Το 1922 εξελέγη πληρεξούσιος της Κεφαλονιάς στη Γ’ Εθνοσυνέλευση και έγινε υπουργός των Ναυτικών. Το 1926 ανακλήθηκε στην υπηρεσία με τον βαθμό του υποναυάρχου και τοποθετήθηκε αρχηγός του ΓΕΝ. Αποστρατεύτηκε το 1931 με τον βαθμό του αντιναυάρχου. Από τον κλάδο των Καπελέτων οι σημαντικότεροι είναι: 1. Ιωάννης ή Τζουάννε (1805 – 1868). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και στην Πίζα, όπου και αναγορεύθηκε διδάκτορας. Αργότερα ειδικεύτηκε στο Παρίσι στο ποινικό δίκαιο και τις πολιτικές επιστήμες. Στη διάρκεια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα γνωρίστηκε με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, όταν έγινε κυβερνήτης της Ελλάδας, τον διόρισε νομάρχη Λακωνίας. Κατόπιν ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, αλλά το 1841 παραιτήθηκε επειδή διαφώνησε με τα κυβερνητικά μέτρα κατά της ελευθερίας του Tύπου, και εγκαταστάθηκε στην Πάτρα, όπου άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Όταν μετά την επανάσταση του 1843 ο Όθωνας υποχρεώθηκε να παραχωρήσει σύνταγμα, στον Τ. προσφέρθηκε θέση αρεοπαγίτη και καθηγητή πανεπιστημίου, αλλά αυτός αρνήθηκε. Κατόπιν πήγε στην Κεφαλονιά, όπου πέντε χρόνια αργότερα πρωτοστάτησε στο κίνημα των χωρικών και επικεφαλής 200 ατόμων βάδισε εναντίον του Ληξουριού. Για τη δράση του αυτή πιάστηκε και καταδικάστηκε σε 13 μήνες φυλάκιση. Το 1850 εξελέγη στην Ιόνιο βουλή βουλευτής Κεφαλονιάς και διακρίθηκε για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Yπέστη διώξεις όμως από τις αγγλικές αρχές και αναγκάστηκε να καταφύγει στην Αθήνα, απ’ όπου πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Στις εκλογές του 1856 εξελέγη και πάλι στην Ιόνιο βουλή και υποστήριξε με πάθος την ένωση των Ιονίων νήσων με την Ελλάδα. Όταν τελικά η ένωση πραγματοποιήθηκε, ο Τ. εξελέγη μέλος της συντακτικής εθνοσυνέλευσης της Αθήνας (1864). Λίγο πριν από το θάνατό του, διορίστηκε εφέτης. Από τους Ξυδιάδες σπουδαιότεροι ήταν οι εξής: 1. Αναστάσιος (1809 – 1865). Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και διακρίθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους νομομαθείς, πολιτικούς και ρήτορες της Ιόνιας πολιτείας, στη βουλή της οποίας εξελέγη δύο φορές. Διετέλεσε γενικός εισαγγελέας του ανώτατου συμβουλίου της δικαιοσύνης και εργάστηκε για την αναδιοργάνωση των φυλακών. 2. Μακάριος (18ος – 19ος αι.). Λόγιος και κληρικός· πήγε στο Άγιο Όρος και, αφού μόνασε για μερικά χρόνια στη μονή της Λαύρας, το 1770 πήγε στη Ζάκυνθο. Αργότερα έφυγε στο εξωτερικό και το 1797 προσελήφθη ως ιερέας και δάσκαλος στην ελληνική κοινότητα του Άμστερνταμ, όπου έμεινε για πολλά χρόνια. Επιστρέφοντας στην Κεφαλονιά σε μεγάλη ηλικία, πνίγηκε στη διάρκεια του ταξιδιού. Ήταν φίλος του Κοραή και του Κ. Οικονόμου. Έγραψε διάφορα θούρια για την Επανάσταση του 1821, καθώς και εκκλησιαστικά τροπάρια και άλλα. Από τον κλάδο των Παυλήδων ο κυριότερος είναι: 1. Γεώργιος (18ος – 19ος αι.). Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και το 1786 εξελέγη πολιτικός διοικητής της Κεφαλονιάς. Στα χρόνια της γαλλικής κατοχής χρημάτισε πρόεδρος του κακουργοδικείου. Το 1800, ύστερα από απαίτηση των επαναστατημένων οπαδών του κόμματος των Αννίνων, διορίστηκε μέλος της ανώτατης επιτροπής ασφάλειας της Κεφαλονιάς. Ηγετικός παράγοντας του κόμματος των Μεταξάδων, βοήθησε τον Ανδρέα και τον Καίσαρα Μεταξά στο κίνημά τους εναντίον της κυβέρνησης, που έληξε με τη μάχη του Κακολάτο τον Ιούνιο του 1801. Την ίδια χρονιά εξελέγη αρχηγός των επαναστατών και μετά από σύντομη μάχη κατέλαβε το Ληξούρι. Λίγο αργότερα όμως πιάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Όταν αποκαταστάθηκε η τάξη, στάλθηκε στους Παξούς ως διοικητής του νησιού. Από τους Ποβερέτους οι σημαντικότεροι είναι οι εξής: 1. Χαραλάμπης (1762 – 1836). Δάσκαλος και ιεροκήρυκας. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία και υπηρέτησε ως δάσκαλος και ιεροκήρυκας στην Κεφαλονιά, τη Λευκάδα, την Κέρκυρα, τη Ναύπακτο και την Πελοπόννησο. Διακρίθηκε για τη φιλοπατρία του, τη μόρφωση και την ευγλωττία του. Όταν το 1817 πέθανε ο μητροπολίτης Κεφαλονιάς Ιωαννίκιος, ο λαός και οι εκκλησιαστικοί παράγοντες πρότειναν ως διάδοχό του τον Τ., αλλά αυτός αρνήθηκε δηλώνοντας ότι με τα κηρύγματα και τη διδασκαλία του θα ήταν χρησιμότερος στο έθνος και στην Εκκλησία. Έγραψε διάφορα έργα θρησκευτικού περιεχομένου (εγκώμια, ερμηνείες ευαγγελικών και αποστολικών περικοπών κ.ά.), τα οποία έμειναν ανέκδοτα. 2. Ζήσιμος (1839 – 1907). Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έπειτα υπηρέτησε ως καθηγητής των ιερών σε γυμνάσια της Χίου, της Λευκάδας, του Αγρινίου, του Ληξουρίου και της Αθήνας. Χειροτονήθηκε αργότερα ιερέας και υπηρέτησε ως εφημέριος στη Νέα Υόρκη. Έγραψε διάφορα έργα, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Σχέδιον συνωμοσίας κατά της αμαρτίας (1866), Η ηθική των Ιησουιτών (1881) και Η δίκη των πιθήκων (1881). Από τους Πρετεντέρηδες οι σπουδαιότεροι ήταν οι εξής: 1. Αιμίλιος-Αμεδαίος (1798 – 1878). Σπούδασε νομικά στην Πάντοβα και το 1825 διορίστηκε καθηγητής της ιστορίας, της γεωγραφίας και του ναυτικού δικαίου στην αυστριακή ναυτική σχολή της Βενετίας. Πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας, αποσύρθηκε μετά την επανάσταση του 1848 στο Μουράνο, κοντά στη Βενετία, όπου επιδόθηκε στη λογοτεχνία και στη μελέτη της ιστορίας. Μετέφρασε διάφορα έργα από τα γερμανικά και τα ιταλικά και ήταν ένας από τους συγγραφείς του 10τομου έργου Βιογραφίες σπουδαίων Ιταλών επιστημόνων και λογοτεχνών. Έγραψε επίσης την Ιστορία της Ελλάδας σε τρεις τόμους, τη βιογραφία του Α. Μουστοξύδη, καθώς και πολλές μελέτες. 2. Ιούλιος (1814 – 1883). Δικαστικός και ποιητής της σολωμικής σχολής. Η μητέρα του ήταν η ποιήτρια κόμησσα Θηρεσία Ριγκέτη από τη Βερόνα της Ιταλίας. Ο Ιούλιος Τ. σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια της Πάντοβα, της Φλωρεντίας και της Πίζας και, από το 1839 έως την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, υπηρέτησε ως δικαστής στην Κεφαλονιά, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και επηρεάστηκε βαθιά από τον φίλο και δάσκαλό του Δ. Σολωμό. Η ποίησή του διακρίνεται σε λυρική και επικολυρική. Τα καθαρά λυρικά ποιήματα του ήταν γεννήματα της ρομαντικής περιόδου και πολλά από αυτά μελοποιήθηκαν από διάφορους Ζακυνθινούς μουσουργούς φτάνοντας να είναι λαϊκά τραγούδια. Ορισμένα από αυτά τιτλοφορούνται Το παιδάκι και ο Χάρος, Φυγή, Ξύπνα, γλυκιά μου αγάπη και Μόλις έφεγγε τ’ αστέρι. Τα άλλα έχουν θέματα γεγονότα και πρόσωπα ιστορικά ή σύγχρονα, όπως η Χάμκω, η αυλή του Αλή-πασα με τη θρυλική λίμνη των Ιωαννίνων, το μαρτύριο του Ρήγα, ο θάνατος του Μ. Μπότσαρη, ο απαγχονισμός του Γρηγορίου E’ κλπ. Στη γλώσσα ο Τ. ακολούθησε τις αρχές του σολωμικού Διαλόγου, με τη διαφορά ότι η δική του είναι φτωχότερη αλλά απαλλαγμένη από ιδιωματισμούς. Ήταν θαυμαστής των δημοτικών τραγουδιών και πολλές φορές μιμήθηκε όχι μόνο τη γλώσσα και το μέτρο αλλά και τη τεχνοτροπία των κλέφτικων τραγουδιών. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται άλλωστε στο έργο του Η καταδίκη του κλέφτη. Ως νομικός, δημοσίευσε στα ιταλικά διάφορες μελέτες στην εφημερίδα Νομοθεσία και Νομική και ποινική στατιστική των Ιονίων. Ήταν υπέρμαχος της κυριαρχίας των Άγγλων στα Ιόνια νησιά, αλλά μετά την ένωση ακολούθησε το κοινό εθνικό ιδεώδες. 3. Χαράλαμπος (1821 – 1885). Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Παρισιού και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, διορίστηκε καθηγητής της παθολογίας στην ιατρική σχολή της Ιόνιας Ακαδημίας. Στο διάστημα αυτό έγραψε πολλές αξιόλογες επιστημονικές πραγματείες για τη χολέρα που εμφανίστηκε το 1855 στην Κέρκυρα. Όταν το 1864, μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, καταργήθηκε η Ιόνια Ακαδημία, μετατέθηκε ως καθηγητής της παθολογικής κλινικής και ειδικής νοσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και παράλληλα διορίστηκε γιατρός του βασιλιά Γεωργίου A’. Τα κυριότερα από τα έργα του τιτλοφορούνται: Du typhus observé à Athènes (1883), Η εν έτει 1869 ενσκήψασα εν Ελλάδι εγκεφαλονωτιαία μηνιγγίτις (1883), Essai sur la pellagre observèe à Corfu (1866) και Πελλαγροειδή φαινόμενα εις οινοπότην. Από τον κλάδο των Στελάτων οι κυριότεροι είναι οι εξής: 1. Πέτρος (1766 – 1825). Σπούδασε στη ναυτική σχολή της Βενετίας και έπειτα υπηρέτησε στο πολεμικό ναυτικό της Βενετικής δημοκρατίας. Διακρίθηκε σε διάφορες ναυμαχίες και ναυτικές επιχειρήσεις στα αφρικανικά παράλια και ατη Σικελία, καθώς και στις επιχειρήσεις εναντίον των πειρατικών στόλων της Αλγερίας και της Τύνιδας. Το κυριότερο κατόρθωμά του ήταν η πυρπόληση το 1794 του εχθρικού στόλου μέσα στο ορμητήριό του στην Τύνιδα. Διετέλεσε διαδοχικά υποδιοικητής του ναυστάθμου της Βενετίας και λιμενάρχης. Μετά την κατάλυση της Βενετικής δημοκρατίας μπήκε στην υπηρεσία της Αυστρίας και από το 1818 έως το 1825 διετέλεσε προέδρος της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας. 2. Παύλος (1772 – 1825). Σπούδασε, αρχικά, νομικά στην Πάντοβα, αλλά κατόπιν κατατάχθηκε στο πολεμικό ναυτικό της Βενετικής δημοκρατίας και έφτασε έως τον βαθμό του πλοιάρχου. Μετά την κατάλυση της Βενετικής δημοκρατίας εντάχθηκε στο αυστριακό ναυτικό. Από τον κλάδο των Τζανάτων κυριότεροι είναι οι παρακάτω: 1. Μελέτιος (1648 – 1713). Σπούδασε θεολογία και φιλολογία στη Βενετία και στην Πάντοβα και στο διάστημα 1671-84 διετέλεσε καθηγητής στο ελληνικό λύκειο της Βενετίας. Το 1677 χειροτονήθηκε διάκονος και έπειτα ιερέας. Το 1685 εξελέγη αρχιεπίσκοπος Φιλαδελφείας, αλλά το 1712 καθαιρέθηκε με την κατηγορία ότι ευνοούσε τον καθολικισμό. 2. Γρίτης (1670 – 1764). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ανδρέας Ιωάννης ή Ανδροϊωάννης. Σπούδασε θεολογία και φιλολογία στο ελληνικό κολέγιο των Ελληνοκαθολικών στη Ρώμη και έγινε καθολικός ιερέας. Κατατάχθηκε αργότερα στο τάγμα των Ιησουιτών και διακρίθηκε ως ιεροκήρυκας στην εκκλησία των Ελληνοκαθολικών του Aγίου Αθανασίου στη Ρώμη. Με τη βοήθεια των καρδιναλίων Μπαντοέρα και Σαγκριπάντι διορίστηκε καθηγητής στο κολέγιο, στο οποίο και ο ίδιος σπούδασε. Έγραψε πολλά έργα θεολογικού περιεχόμενου το κυριότερο από τα οποία τιτλοφορείται Οδηγός της αληθούς Εκκλησίας, ήτοι περί εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος και περί αζύμων. Από τον κλάδο των Φορέστηδων οι σπουδαιότεροι είναι οι εξής: 1. Σπυρίδων (1752 – 1822). Ήλθε σε ρήξη με τον θείο του για κληρονομικούς λόγους και εγκατέλειψε την Κεφαλονιά· εγκαταστάθηκε στη Ζάκυνθο, όπου γράφτηκε στην εκεί χρυσή βίβλο. Στη συνέχεια διετέλεσε πρόξενος της Αγγλίας στην Κέρκυρα και μετά την ανακήρυξη των Ιονίων νήσων σε ανεξάρτητη πολιτεία διορίστηκε επιτετραμμένος και κατόπιν πρεσβευτής της Αγγλίας στην Κέρκυρα. Μετά τη νίκη του ναυάρχου Νέλσονα στο Αμπουκίρ οι αρχές της Ζακύνθου του ανέθεσαν να επιδώσει στον Άγγλο ναύαρχο τιμητικό ξίφος και συγχαρητήριο ψήφισμα. Το 1807, προβλέποντας την κατάληψη του νησιού από τους Γάλλους έφυγε στην Κέρκυρα και μετά στη Μάλτα. Γύρισε στην Κέρκυρα το 1809 και πρωτοστάτησε στον αγώνα κατά της γαλλικής επιρροής. 2. Παναγής (1829 – 1905). Σπούδασε θεολογία και ιατρική, αλλά διακρίθηκε κυρίως ως λόγιος. Διετέλεσε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Βενετία. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή ιστορικών και πολιτικών έργων καθώς και με μεταφράσεις από τα ελληνικά στα ιταλικά. Τα κυριότερα από τα έργα που μετέφρασε τιτλοφορούνται Περί της πολιτικής καταστάσεως των Ιονίων νήσων υπό την βενετικήν κυριαρχίαν του Ερμ. Λούντζη και Η ένωσις των Ιονίων νήσων προς το Ιταλικόν Βασίλειον του Λένορμαν. 3. Τιμόθεος (1814 – 1877). Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και διακρίθηκε ως νομικός και πολιτικός. Στην αρχή άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου και έπειτα ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο. Αργότερα αναμείχθηκε στην πολιτική και εξελέγη πολλές φορές βουλευτής στη βουλή των Ιονίων νήσων, καθώς και στην ελληνική βουλή μετά την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα. Το 1866 έγινε υπουργός Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση του Β. Ρούφου. Από τον κλάδο των Χαριτάτων οι σπουδαιότεροι είναι οι εξής: 1. Βικέντιος (17ος – 18ος αι.). Υπηρέτησε στον βενετικό στρατό και διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Τούρκων. Το 1716 απέκρουσε τις προσπάθειες του τουρκικού στόλου να αποβιβαστεί στην Κεφαλονιά και προήχθη στον βαθμό του συνταγματάρχη. Στη συνέχεια οργάνωσε στρατιωτικό σώμα από 300 εθελοντές και πήγε στην Κέρκυρα με σκοπό να βοηθήσει στην άμυνα κατά των Τούρκων. Για τις μεγάλες υπηρεσίες του παρασημοφορήθηκε με το παράσημο του τάγματος του Aγίου Μάρ_κου. 2. Κωνσταντίνος (17ος – 18ος αι.). Υπηρέτησε στον βενετικό στρατό και διακρίθηκε τόσο στις χερσαίες όσο και στις κατά θάλασσα επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων. Το 1684, επικεφαλής 80 ανδρών, πήρε μέρος στην πολιορκία της Λευκάδας από τον Μοροζίνι, ο οποίος για τις υπηρεσίες του τον τίμησε με τον τίτλο του ιππότη του Aγίου Μάρκου και του προσέφερε χρυσή αλυσίδα και δίπλωμα τιμής. Διακρίθηκε αργότερα στην καταδίωξη του επαναστάτη Λυμπεράκη και προήχθη στον βαθμό του ταγματάρχη. Τέλος, υπηρέτησε ως υπασπιστής του βάιλου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Μέμο, ο οποίος πολλές φορές τον χρησιμοποιούσε σε μυστικές αποστολές. 3. Τιμόθεος (17ος – 18ος αι.). Διετέλεσε αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και είναι κυρίως γνωστός για τη στρατολογία όλων των ιερέων των ικανών να φέρουν όπλα, με τους οποίους έτρεξε σε βοήθεια του Bενετού αρχιστράτηγου Μοροζίνι, που πολιορκούσε την τουρκοκρατούμενη Λευκάδα. 4. Δημήτριος (1791 – 1872). Σπούδασε ιατρική στην Πάντοβα και στο Παρίσι και εργάστηκε ως χειρουργός στην Κεφαλονιά, στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη και στη Μύκονο. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και έγραψε πολλά αξιόλογα λυρικά και σατιρικά ποιήματα στα ιταλικά. Όταν ξέσπασε η ελληνική Επανάσταση του 1821, βρισκόταν στο Παρίσι. Αμέσως πήγε στην Κεφαλονιά, συγκρότησε στρατιωτικό σώμα από 100 άντρες και πέρασε στην Πελοπόννησο, όπου ενώθηκε με τους επαναστάτες. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις κατά των Τούρκων στην Τρίπολη, στο Μεσολόγγι, στην Πάτρα, στην Κόρινθο, στα Τρίκορφα και στο Βραχώρι και κατόπιν διορίστηκε αρχίατρος στη στρατιά του Υψηλάντη με τον βαθμό του συνταγματάρχη. Μετά το τέλος της Επανάστασης του 1821 γύρισε στην Κεφαλονιά, την οποία όμως υποχρεώθηκε γρήγορα να εγκαταλείψει από φόβο μήπως συλληφθεί από τους Άγγλους, οι οποίοι έβλεπαν εχθρικά την πατριωτική δράση του. Στην αρχή πήγε στην Αίγυπτο, όπου έγινε ιδιαίτερος γιατρός του αντιβασιλιά της, και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό και στη Βραΐλα. Αργότερα γύρισε στην Αθήνα και από κει στην Κεφαλονιά, όπου έζησε έως τον θάνατό του.
Dictionary of Greek. 2013.